- πολυθρόνιος
- πολυ-θρόνιος, ον, (θρόνον)A = πολυφάρμακος, Androm. ap.Gal.14.32: πολύθρονος is f.l. in Nic.Th.875.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυθρόνιος — ον, Α ο πολυφάρμακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρόνον «άνθος, βότανο»] … Dictionary of Greek
πολυθρονίου — πολυθρόνιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθρονος — ον, Α (εσφ. γρφ.) ο πολυθρόνιος* … Dictionary of Greek